ενδότατα
Смотреть что такое "ενδότατα" в других словарях:
ενδότατος — η, ο (Μ ἐνδότατος, η, ον) αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα 1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα τής ψυχής μου») 2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα… … Dictionary of Greek
εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… … Dictionary of Greek
μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] … Dictionary of Greek